τετραμεθυλιούχος

τετραμεθυλιούχος
-α, -ο, Ν
1. χημ. (για χημ. ένωση) αυτός ο οποίος περιέχει στο μόριο του τέσσερεις ομάδες μεθυλίου
2. φρ. «τετραμεθυλιούχος μόλυβδος»
χημ. οργανομεταλλική ένωση, άχρωμο υγρό, αδιάλυτο στο νερό, λίγο διαλυτό στην αιθυλική αλκοόλη, στον πετρελαϊκό αιθέρα και στο βενζόλιο, η οποία χρησιμοποιείται ως αντικροτικό πρόσθετο τής βενζίνης, αλλ. τετραμεθυλικός μόλυβδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετραμεθυλικός — ή, ό, Ν φρ. «τετραμεθυλικός μόλυβδος» χημ. ο τετραμεθυλιούχος μόλυβδος …   Dictionary of Greek

  • τετραμεθυλιωμένος — η, ο, Ν χημ. α) αυτός στο μόριο τού οποίου έχουν εισαχθεί τέσσερεις ομάδες μεθυλίου β) (για υδρογονάνθρακα και ιδίως για βενζίνη) αυτός ο οποίος έχει υποστεί μεθυλίωση, δηλαδή στον οποίο έχει εισαχθεί τετραμεθυλιούχος μόλυβδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”